-
1 ἐπι-τάφιος
ἐπι-τάφιος, zum Grabe, zum Begräbniß gehörig, λόγος, Leichenrede, Plat. Menex. 236 b; Dem. 20, 141; auch ohne λόγος, z. B. ἐπιτάφιον εἶπε Luc. hist. conscr. 26; a. Sp.; ἀγών D. Sic. 17, 117, wie Plut. de Her. malign. 32; ohne ἀγών, ἐπιτάφιον ἀγωνίσασϑαι, Leichenspiele anstellen, Luc. eun. 4; Paus. 1, 28, 7.
См. также в других словарях:
επιτάφιος — Ιερό χριστιανικό άμφιο από πολύτιμο ύφασμα. Είναι ορθογώνιο και πάνω σε αυτό είναι κεντημένη η εικόνα του Ιησού στον τάφο και γύρω η Θεοτόκος, ο Ιωάννης, οι μυροφόρες και άγγελοι που θρηνούν. Προέρχεται από ένα ιερό άμφιο του 12ου αι., τον αέρα.… … Dictionary of Greek